- παροχικός
- η , ό[ν] тех подающий, передающий (об устройстве); питательный, питающий;
παροχικός σωλήν (σίφων) — питательная трубка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παροχικός σωλήν (σίφων) — питательная трубка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παροχικός — ή, ό [παροχή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί σε παροχή («παροχικός σίφωνας») … Dictionary of Greek
χορηγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χορηγία ή στο χορηγό, παροχικός, προμηθευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)